νεφίδιον
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεφίδιον ουδέτερο
- υποκοριστικό του νέφος, μικρό σύννεφο
Πηγές
επεξεργασία- νεφίδιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].