Δείτε επίσης: ΝΕΤ, Ν.Ε.Τ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νετ < αγγλική net < πρωτογερμανική *natją < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ned-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νετ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία