νεκροφιλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίανεκροφιλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νεκροφιλάω - νεκροφιλώ | νεκροφιλούσα | θα νεκροφιλάω - νεκροφιλώ | να νεκροφιλάω - νεκροφιλώ | νεκροφιλώντας | |
β' ενικ. | νεκροφιλάς | νεκροφιλούσες | θα νεκροφιλάς | να νεκροφιλάς | νεκροφίλα - νεκροφίλαγε | |
γ' ενικ. | νεκροφιλάει - νεκροφιλά | νεκροφιλούσε | θα νεκροφιλάει - νεκροφιλά | να νεκροφιλάει - νεκροφιλά | ||
α' πληθ. | νεκροφιλάμε - νεκροφιλούμε | νεκροφιλούσαμε | θα νεκροφιλάμε - νεκροφιλούμε | να νεκροφιλάμε - νεκροφιλούμε | ||
β' πληθ. | νεκροφιλάτε | νεκροφιλούσατε | θα νεκροφιλάτε | να νεκροφιλάτε | νεκροφιλάτε | |
γ' πληθ. | νεκροφιλάν(ε) - νεκροφιλούν(ε) | νεκροφιλούσαν(ε) | θα νεκροφιλάν(ε) - νεκροφιλούν(ε) | να νεκροφιλάν(ε) - νεκροφιλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νεκροφίλησα | θα νεκροφιλήσω | να νεκροφιλήσω | νεκροφιλήσει | ||
β' ενικ. | νεκροφίλησες | θα νεκροφιλήσεις | να νεκροφιλήσεις | νεκροφίλα - νεκροφίλησε | ||
γ' ενικ. | νεκροφίλησε | θα νεκροφιλήσει | να νεκροφιλήσει | |||
α' πληθ. | νεκροφιλήσαμε | θα νεκροφιλήσουμε | να νεκροφιλήσουμε | |||
β' πληθ. | νεκροφιλήσατε | θα νεκροφιλήσετε | να νεκροφιλήσετε | νεκροφιλήστε | ||
γ' πληθ. | νεκροφίλησαν νεκροφιλήσαν(ε) |
θα νεκροφιλήσουν(ε) | να νεκροφιλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νεκροφιλήσει | είχα νεκροφιλήσει | θα έχω νεκροφιλήσει | να έχω νεκροφιλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις νεκροφιλήσει | είχες νεκροφιλήσει | θα έχεις νεκροφιλήσει | να έχεις νεκροφιλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει νεκροφιλήσει | είχε νεκροφιλήσει | θα έχει νεκροφιλήσει | να έχει νεκροφιλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νεκροφιλήσει | είχαμε νεκροφιλήσει | θα έχουμε νεκροφιλήσει | να έχουμε νεκροφιλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε νεκροφιλήσει | είχατε νεκροφιλήσει | θα έχετε νεκροφιλήσει | να έχετε νεκροφιλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νεκροφιλήσει | είχαν νεκροφιλήσει | θα έχουν νεκροφιλήσει | να έχουν νεκροφιλήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεκροφιλώ
|
Πηγές
επεξεργασία- νεκροφιλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας