Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναυλοχώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναυλοχώ
<
αρχαία ελληνική
ναυλοχῶ
<
ναῦς
(πλοίο) +
λόχος
(ενέδρα)
Ρήμα
επεξεργασία
ναυλοχώ
αγκυροβολώ
αλλά και
καραδοκώ
για να παρασύρω σε θαλάσσια ενέδρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυλοχώ
γαλλικά
:
être
(fr)
ancré
(fr)
,
être
(fr)
à l'
ancre
(fr)