ναρκισσεμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαναρκισσεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ναρκισσεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ναρκισσεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ναρκισσεμένος