νέι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νέι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ney < περσική نی
Ουσιαστικό
επεξεργασίανέι ουδέτερο άκλιτο και νάι
- (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο που μοιάζει με σχετικά μεγάλο καλαμένιο αυλό (φλογέρα) και χρησιμοποιείται στην περσική, αραβική, ελληνική και τουρκική έντεχνη μουσική