μ.μ.
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μ.μ. < από τα αρχικά των λέξεων της έκφρασης: μετά μεσημβρίαν < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική p.m. < λατινική post meridiem
Συντομομορφή
επεξεργασίαμ.μ. άκλιτο συντομογραφία
- συντομογραφία του μετά μεσημβρίαν