Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Συντομομορφή επεξεργασία

p.m. (en)

  • μ.μ., μετά μεσημβρίαν
    The stores operate from eight a.m. until four p.m.
    Τα καταστήματα λειτουργούν από τις οχτώ π.μ. ως τις τέσσερις μ.μ.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία