μύγα τσε τσε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμύγα τσε τσε θηλυκό
- (έντομο) μεγαλόσωμη μύγα του γένους Γλωσσίνα (Glossina) που απομυζά το αίμα σπονδυλωτών ζώων και προκαλεί την ασθένεια του ύπνου. Τη συναντάμε κυρίως στην Αφρική.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μύγα τσε τσε