μόνος και αβοήθητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαμόνος και αβοήθητος
- χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στην έλλειψη βοήθειας που είχε κάποιος σε μια δύσκολη κατάσταση
- ⮡ πέθανε μόνος και αβοήθητος μέσα στο σπίτι του
Μεταφράσεις
επεξεργασία μόνος και αβοήθητος
|
Πηγές
επεξεργασία- αβοήθητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)