μπριζέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπριζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική brisé (σπαστός, τεθλασμένος), για μουσική συγχορδία: σπαστή
Επίθετο
επεξεργασίαμπριζέ άκλιτο
- (μουσική) γρήγορη σπαστή συγχορδία, ταχύτατη εκτέλεση των ήχων μιας συγχορδίας, διαδοχικά, σαν να ήταν αρπέζ, αλλά μέσα σε έναν χρόνο. Συνήθως σε μουσική για πληκτροφόρα, λαούτο, κιθάρα, και άλλα έγχορδα.
- σύμβολο: τεθλασμένη γραμμή πριν τη συγχορδία