Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουκούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική boccone ή (άμεσο δάνειο) βενετική bocon

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπουκούνι ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. μπουκιά
    ※  15ος αιώνας, Γαδάρου, λύκου κι ἀλουποῦς διήγησις ὡραία ή Ἡ Φυλλάδα τοῦ γαδάρου, ανωνύμου, στίχ. 195, (191-195), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, p. 124—140
    λέγει, „ὅσα καὶ ἂν εὑρῶ πρόβατα μὲ τὰ ʼγίδια,
    ἐλάφους καὶ μοσχάρια, βῴδια καὶ χοιρίδια,
    σκοτόνω τα καὶ τρώγω τα, ὅπου καὶ ἂν τὰ λάχω,
    κʼ εἴ τι μοῦ μείνῃ, κρύβω το, αὔριο πάλι νἄχω.
    δὲν ἔδιδά ποτέ τινος ἀπὸ αὐτὸ μπουκούνι.
    ※  17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Γ', στίχ. 549 (548-550) @anemi.lib.uoc.gr
    [ΜΠΟΖΙΚΗΣ] Μεγάλη καλομοίρα
    θὲ νὰ ʼναι ἁποὺ μὲ πάρῃ ἐμέ, γιατὶ χοντρὰ μπουκούνια
    θὰ τὴ μπουκώνω, […]
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 115.
  2. (για διαμελισμένο σώμα) κομμάτι
  3. (στον πληθυντικό) φαγητό
  4. μερίδα φαγητού

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • μπουκούνια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)