μπλιτζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπλιτζ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Blitz (αστραπή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπλιτζ ουδέτερο άκλιτο
- (σκάκι) είδος παιχνιδιών στο οποίο κάθε παίκτης έχει 5 λεπτά χρόνο στη διάθεσή του
- (σκάκι) κάθε παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης έχει περιορισμένο και μικρό χρόνο σκέψης