μπιζ μπιζέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
μπιζ μπιζέ
- εμείς κι εμείς, αναμεταξύ μας
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπιζ μπιζέ ουδέτερο
- χρησιμοποιείται με την έννοια κάποιας οικογένειας ή συγκέντρωσης
- θα μαζευτούμε στην ταβέρνα Μουριές όχι πολύς κόσμος μπιζ μπιζέ θα είμαστε
- Όχι ρε, μπιζ μπιζέ φάση, εσύ φέρε μόνο την κιθαρούλα σου κι είμαστε πρώτοι!