Ετυμολογία

επεξεργασία
μπεμόλ < (άμεσο δάνειο) γαλλική bémol

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /beˈmol/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπεμόλ ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική, προφορικό) η ύφεση στα γαλλικά
    ※  Από μουσική δεν σκαμπάζω πολλά. Δεν μου διαφεύγει ωστόσο ότι στο πεντάγραμμο οι υφέσεις σημειώνονται με ένα λατινικό «b». Το σι ύφεση, επί παραδείγματι, διαβάζεται «σι μπεμόλ», το σολ ύφεση «σολ μπεμόλ» κ.ο.κ. Οι λαϊκοί οργανοπαίκτες που ήξεραν νότες τα απέδιδαν στο ιδιόλεκτό τους ως «μπεμόλια» (Δημήτρης Νανούρης, «Τα μπεμόλια ΙΙ», efsyn.gr (5 Αυγούστου 1016)· πρόσβαση: 2020-05-21)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία