μπεγίρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπεγίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική beygir < περσική بارگیر (bār-gīr, υποζύγιο, άλογο) < بار (bār, βάρος, πβ. σανσκριτική भार, bhāra) + گیر (gīr, από ρίζα του گیرفتن gīriftan, παίρνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπεγίρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπεγίρι
|