μπαστακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμπαστακώνομαι
- παραμένω κάπου, χωρίς την θέληση άλλου/άλλων, και γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός
- ⮡ χτες, που λες, ήρθαν ξαφνικά κάποιοι μακρινοί συγγενείς στο εργαστήριο και μου μπαστακώθηκαν όλο το πρωί, οπότε δεν μπόρεσα να τελειώσω τη δουλειά σου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπάστακας
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαστακώνομαι | μπαστακωνόμουν(α) | θα μπαστακώνομαι | να μπαστακώνομαι | ||
β' ενικ. | μπαστακώνεσαι | μπαστακωνόσουν(α) | θα μπαστακώνεσαι | να μπαστακώνεσαι | (μπαστακώνου) | |
γ' ενικ. | μπαστακώνεται | μπαστακωνόταν(ε) | θα μπαστακώνεται | να μπαστακώνεται | ||
α' πληθ. | μπαστακωνόμαστε | μπαστακωνόμαστε μπαστακωνόμασταν |
θα μπαστακωνόμαστε | να μπαστακωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μπαστακώνεστε | μπαστακωνόσαστε μπαστακωνόσασταν |
θα μπαστακώνεστε | να μπαστακώνεστε | (μπαστακώνεστε) | |
γ' πληθ. | μπαστακώνονται | μπαστακώνονταν μπαστακωνόντουσαν |
θα μπαστακώνονται | να μπαστακώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπαστακώθηκα | θα μπαστακωθώ | να μπαστακωθώ | μπαστακωθεί | ||
β' ενικ. | μπαστακώθηκες | θα μπαστακωθείς | να μπαστακωθείς | μπαστακώσου | ||
γ' ενικ. | μπαστακώθηκε | θα μπαστακωθεί | να μπαστακωθεί | |||
α' πληθ. | μπαστακωθήκαμε | θα μπαστακωθούμε | να μπαστακωθούμε | |||
β' πληθ. | μπαστακωθήκατε | θα μπαστακωθείτε | να μπαστακωθείτε | μπαστακωθείτε | ||
γ' πληθ. | μπαστακώθηκαν μπαστακωθήκαν(ε) |
θα μπαστακωθούν(ε) | να μπαστακωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μπαστακωθεί | είχα μπαστακωθεί | θα έχω μπαστακωθεί | να έχω μπαστακωθεί | μπαστακωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μπαστακωθεί | είχες μπαστακωθεί | θα έχεις μπαστακωθεί | να έχεις μπαστακωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μπαστακωθεί | είχε μπαστακωθεί | θα έχει μπαστακωθεί | να έχει μπαστακωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μπαστακωθεί | είχαμε μπαστακωθεί | θα έχουμε μπαστακωθεί | να έχουμε μπαστακωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μπαστακωθεί | είχατε μπαστακωθεί | θα έχετε μπαστακωθεί | να έχετε μπαστακωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μπαστακωθεί | είχαν μπαστακωθεί | θα έχουν μπαστακωθεί | να έχουν μπαστακωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαστακώνομαι
|