μπαλσαμωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμπαλσαμωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μπαλσαμωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μπαλσαμωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπαλσαμωμένος