Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπίζνες < αγγλική business

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπίζνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  1. οι εμπορικές δοσοληψίες
  2. (κατ’ επέκταση) ο κόσμος των επιχειρήσεων

  Μεταφράσεις επεξεργασία