Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
τυρί Μπέργκενοστ

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπέργκενοστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bergenost < νορβηγική bergenost < Bergen (Μπέργκεν) + ost (τυρί)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπέργκενοστ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία