Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουτεβελλής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουτεβελλής
<
τουρκική
mütevelli
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μουτεβελλής
αρσενικό
(
ιστορία
) (
Τουρκοκρατία
)
διαχειριστής
/
υπεύθυνος
βακουφίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουτεβελλής
τουρκικά
:
mütevelli
(tr)