μουργανάλιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουργανάλιον < (άμεσο δάνειο) βενετική morganal / morganelli (marganali, morganali)[1] στο Βιβλίο του Michalli da Ruodo, (Michele da Rodi)(Museo Galileo) με τροπή τρόπου άρθρωσης [o] > [u] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουργανάλιον ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) είδος σκοινιού ή παλάγκου
- άλλες μορφές: μουργανάλι
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- μουργανάλια (πληθυντικός)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ The Book of Michael of Rhodes, vol.2, MIT Press, 2009 index.pdf, σελ.634
Δείγματα του χειρογράφου στο Museo Galileo
Πηγές επεξεργασία
- μουργανάλιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].