Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουργανάλιον < (άμεσο δάνειο) βενετική morganal / morganelli (marganali, morganali)[1] στο Βιβλίο του Michalli da Ruodo, (Michele da Rodi)(Museo Galileo) με τροπή τρόπου άρθρωσης [o] > [u] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουργανάλιον ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία