μουντζουρωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμουντζουρωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μουντζουρωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μουντζουρωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μουντζουρωμένος