μορφοτυπώ
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μορφοτυπώ (νεολογισμός) όρος της ΕΛΕΤΟ[1] < μορφότυπο
ΡήμαΕπεξεργασία
μορφοτυπώ
- συντάσσω ή τροποποιώ ένα έγγραφο, ή τεκμήριο γενικότερα, σύμφωνα με ορισμένο μορφότυπο
- ↪ μορφοτυπώ ένα κείμενο που συντάχθηκε στον Α επεξεργαστή κειμένου και το έχω εισαγάγει στον Β επεξεργαστή κειμένου.
- (πληροφορική) προετοιμάζω ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων πριν αρχίσει η κανονική χρήση του
- ↪ μορφοτυπώ έναν σκληρό δίσκο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
|