Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορέντο < ιταλική morendo (που πεθαίνει) < morire {πεθαίνω)

  Επίρρημα επεξεργασία

μορέντο

  • (μουσική) (για ήχο) που χαμηλώνει σταδιακά μέχρι να σβήσει εντελώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία