Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μορέντο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μορέντο
<
ιταλική
morendo
(
που
πεθαίνει
) <
morire
{
πεθαίνω
)
Επίρρημα
επεξεργασία
μορέντο
(
μουσική
) (
για
ήχο
) που χαμηλώνει σταδιακά μέχρι να σβήσει εντελώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μορέντο
αγγλικά
:
morendo
(en)
γαλλικά
:
morendo
(fr)
ιταλικά
:
morendo
(it)