μονογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμονογραφώ (παθητική φωνή: μονογραφούμαι)
- άλλη μορφή του μονογράφω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονογραφώ
|
μονογραφώ (παθητική φωνή: μονογραφούμαι)
|