μοναστηριακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοναστηριακά < μοναστηριακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαμοναστηριακά
- από μοναστηριακής άποψης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοναστηριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμοναστηριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μοναστηριακό