Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μνημονική (el) θηλυκό

  • η μελέτη της μνήμης
    1. συμπεριφορικά
    2. φυσιολογικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μνημονική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία