Ετυμολογία

επεξεργασία
μιλιαρήσιον < (άμεσο δάνειο) λατινική milliarense ή miliaresium[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Μιλιαρήσιον του Λέοντος Γ΄ και του Κωνσταντίνου Ε΄

μιλιαρήσιον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία