μιλιαρήσιον
Ετυμολογία
επεξεργασία- μιλιαρήσιον < (άμεσο δάνειο) λατινική milliarense ή miliaresium[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιλιαρήσιον ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ανδρέας Ανδρεάδης, Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους, (Αθήνα: Τυπογραφικά Καταστήματα Ταρουσόπουλου, 1918), σελ. 9)
Πηγές
επεξεργασία- μιλιαρήσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.