μιζανσέν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιζανσέν < γαλλική mise en scène
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιζανσέν θηλυκό άκλιτο
- φιλμογραφική ή θεατρική μετατροπή του σενάριου από τον ή τους δημιουργούς με μία δράση και σε ένα ντεκόρ για να εξασφαλισθεί η γενική αρμονία ενός θεατρικού έργου ή φιλμ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιζανσέν