μιάου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιάου: (αγγλισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική meow (ηχομιμητική λέξη), το ελληνικό νιάου
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmɲa.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μιά‐ου
Επιφώνημα επεξεργασία
μιάου άκλιτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιάου άκλιτο