μη με λησμόνει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μη με λησμόνει < μη + με + λησμόνει < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική forget-me-not < γερμανική Vergissmeinnicht
Ουσιαστικό επεξεργασία
μη με λησμόνει ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μη με λησμόνει
|