Ετυμολογία

επεξεργασία
μηχανοργανώνω < μηχανοργάνωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)

μηχανοργανώνω (παθητική φωνή: μηχανοργανώνομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία