μηχανογραφημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμηχανογραφημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μηχανογραφημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μηχανογραφημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μηχανογραφημένος