μεταγλώττισμα
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταγλώττισμα < μεταγλώττισ- (μεταγλωττίζω) + -μα[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταγλώττισμα ουδέτερο
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- μεταγλωττισμάτου (γενική ενικού)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γλώσσα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
επεξεργασία- μεταγλώττισμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].