Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταγλώττισμα < μεταγλώττισ- (μεταγλωττίζω) + -μα[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταγλώττισμα ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γλώσσα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.