Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταγλωττίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταγλωττίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταγλωττίζομαι, πρτ.: μεταγλωττιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταγλωττιστώ, αόρ.: μεταγλωττίστηκα, μτχ.π.π.: μεταγλωττισμένος