Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεμπιμπάιτ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mebibyte

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεμπιμπάιτ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  • (πληροφορική, για μέτρηση χώρου μνήμης) megabyte

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία