μεδέων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεδέων < μέδω
Μετοχή
επεξεργασίαμεδέων αρσενικό, μεδέουσα θηλυκό
- προστάτης, φροντίζω, φύλακας, βασιλιάς
- Ζεῦ πάτερ, Ἴδηθεν μεδέων, κύδιστε μέγιστε (Δία πατέρα, δοξαστέ, μεγάλε, που δεσπόζεις από την Ίδην)
- Ομήρου Ιλιάδα, Γ 276, 320 και μετάφραση Ι. Πολυλά). Άλλη απόδοση: «προστάτης της Ίδης»
- Ὦ Πὰν Ἀρκαδίας μεδέων, καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ,
- ἕως τοῦ Ματρὸς μεγάλας όπαδέ, σεμνὰν Χαρίτων μέλημα τερπνόν
- Πίνδαρος, Αποσπάσματα. (Pindarus. Πινδάρου Τα Σωζόμενα (έκδ. Λειψίας, 1819, τ.2, σ.591 @books.google)
- Ζεῦ πάτερ, Ἴδηθεν μεδέων, κύδιστε μέγιστε (Δία πατέρα, δοξαστέ, μεγάλε, που δεσπόζεις από την Ίδην)
Αναφορές
επεξεργασία- μεδέων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεδέων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.