μεγαλοπιάνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μεγαλοπιάνομαι (αποθετικό ρήμα)
- εμφανίζομαι ότι ανήκω σε ανώτερη οικονομική τάξη από εκείνην στην οποία ανήκω, αλαζονεύομαι
- (παρωχημένο) φαντάζομαι ή υποστηρίζω ότι κατάγομαι από ευγενείς και ευπόρους
- (παρωχημένο) είμαι παιδί αλλά παριστάνω τον ενήλικα, είμαι μικρομέγαλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοπιάνομαι