Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοπιάνομαι < πιάνομαι από μεγάλους

  Ρήμα επεξεργασία

μεγαλοπιάνομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. εμφανίζομαι ότι ανήκω σε ανώτερη οικονομική τάξη από εκείνην στην οποία ανήκω, αλαζονεύομαι
  2. (παρωχημένο) φαντάζομαι ή υποστηρίζω ότι κατάγομαι από ευγενείς και ευπόρους
  3. (παρωχημένο) είμαι παιδί αλλά παριστάνω τον ενήλικα, είμαι μικρομέγαλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία