μεγάλυνσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγάλυνσις < μεσαιωνική ελληνική μεγάλυνσις[1] < αρχαία ελληνική μεγαλύνω < μέγας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεγάλυνσις θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεγαλύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγάλυνσις
|
- ↑ μεγάλυνσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)