Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.çeˈɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐χαι‐ρώ‐νο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

μαχαιρώνομαι, π.αόρ.: μαχαιρώθηκα, μτχ.π.π.: μαχαιρωμένος, (ενεργ.: μαχαιρώνω)

Κλίση επεξεργασία