Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαυρολογώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαυρολογώ
<
μαύρος
+
-ο-
+
-λογώ
Ρήμα
επεξεργασία
μαυρολογώ
(
σπάνιο
)
σκοτεινιάζω
,
γίνομαι
σκοτεινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαυρολογώ
→
δείτε
τη λέξη
σκοτεινιάζω