Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυρολογώ < μαύρος + -ο- + -λογώ

  Ρήμα επεξεργασία

μαυρολογώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία