μαυριδερά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμαυριδερά < μαυριδερός
Επίρρημα
επεξεργασίαμαυριδερά
- δυσχρηστο επίρρημα που σημαίνει κατά λέξη "με τρόπο μαυριδερό"
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαυριδερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαυριδερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαυριδερό