ματέρι
Ετυμολογία
επεξεργασία- ματέρι / ματέριον < (άμεσο δάνειο) λατινική materia (ύλη) - Συγκρίνετε με τον τύπο μαδέρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαματέρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του μαδέρι
Συγγενικά
επεξεργασία- ματέρια (η υπόθεση, το θέμα)
Πηγές
επεξεργασία- μαδέρι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ματέριον, μαδέρι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μαδέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας