μασέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μασέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική masseur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμασέρ αρσενικό άκλιτο και (θηλυκό μασέζ)
- (επάγγελμα) ο επαγγελματίας που γνωρίζει να κάνει μαλάξεις, μασάζ, σε άλλους