Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρέγκολα < (άμεσο δάνειο) ιταλική maregola [1] / mariegola[2] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρέγκολα θηλυκό

  • (σε περιοχές υπό βενετσιάνικη κυριαρχία) κανονισμός, καταστατικό
    ※  Κάθε αδελφότητα τηρούσε ένα επίσημο βιβλίο, γνωστό άλλοτε με τους ειδικούς όρους μαρέγκολα (maregola) ή καπιτολάριον κι άλλοτε με τις κοινές ονομασίες κώδιξ ή βραβείων που χρησιμοποιούνται για τα αντίστοιχα βιβλία ναών (Σύμμεικτα, τόμος 7, Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα, 1987, σελ. 194)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ.96 @books.google Frederik Muller, Catalogue de beaux manuscrits avec miniatures, de manuscrits théologiques et historiques, généalogiques et militaires, 1872
  2. 2,0 2,1 Lyle Humphrey, Cristoforo Cortese’s signed frontispieces in the Museo Civico Amedeo Lia, La Spezia and the Mariegola of the Scuola dei Milanesi of Venice Rivista di storia della miniatura, 12, 2008 ([1]) "The Venetian term mariegola, sometimes written as marigola and maregola, is a conflation of two words, mare, a variant of madre and riegola, Venetian for regola." (Ο βενετσιάνικος όρος mariegola, που κάποτε γράφεται ως marigola και maregola, είναι συνδυασμός δυο λέξεων, της mare, μια διαφοροποίηση του madre και της riegola, το regola στα βενετσιάνικα)