Ετυμολογία

επεξεργασία
μανουριάζω < μανούρα

μανουριάζω

  • δημιουργώ προβλήματα, προκαλώ φασαρία, προκαλώ μανούρα, νευριάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία