μανουριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμανουριάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μανουριάζω | μανουρίαζα | θα μανουριάζω | να μανουριάζω | μανουριάζοντας | |
β' ενικ. | μανουριάζεις | μανουρίαζες | θα μανουριάζεις | να μανουριάζεις | μανουρίαζε | |
γ' ενικ. | μανουριάζει | μανουρίαζε | θα μανουριάζει | να μανουριάζει | ||
α' πληθ. | μανουριάζουμε | μανουριάζαμε | θα μανουριάζουμε | να μανουριάζουμε | ||
β' πληθ. | μανουριάζετε | μανουριάζατε | θα μανουριάζετε | να μανουριάζετε | μανουριάζετε | |
γ' πληθ. | μανουριάζουν(ε) | μανουρίαζαν μανουριάζαν(ε) |
θα μανουριάζουν(ε) | να μανουριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μανουρίαξα | θα μανουριάξω | να μανουριάξω | μανουριάξει | ||
β' ενικ. | μανουρίαξες | θα μανουριάξεις | να μανουριάξεις | μανουρίαξε | ||
γ' ενικ. | μανουρίαξε | θα μανουριάξει | να μανουριάξει | |||
α' πληθ. | μανουριάξαμε | θα μανουριάξουμε | να μανουριάξουμε | |||
β' πληθ. | μανουριάξατε | θα μανουριάξετε | να μανουριάξετε | μανουριάξτε | ||
γ' πληθ. | μανουρίαξαν μανουριάξαν(ε) |
θα μανουριάξουν(ε) | να μανουριάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μανουριάξει | είχα μανουριάξει | θα έχω μανουριάξει | να έχω μανουριάξει | ||
β' ενικ. | έχεις μανουριάξει | είχες μανουριάξει | θα έχεις μανουριάξει | να έχεις μανουριάξει | ||
γ' ενικ. | έχει μανουριάξει | είχε μανουριάξει | θα έχει μανουριάξει | να έχει μανουριάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε μανουριάξει | είχαμε μανουριάξει | θα έχουμε μανουριάξει | να έχουμε μανουριάξει | ||
β' πληθ. | έχετε μανουριάξει | είχατε μανουριάξει | θα έχετε μανουριάξει | να έχετε μανουριάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν μανουριάξει | είχαν μανουριάξει | θα έχουν μανουριάξει | να έχουν μανουριάξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μανουριάζω
|