μακροπερίοδων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμακροπερίοδων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μακροπερίοδος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μακροπερίοδος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μακροπερίοδος