μέλας ζωμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μέλας ζωμός < (ελληνιστική κοινή) μέλας ζωμός < αρχαία ελληνική μέλας + ζωμός
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμέλας ζωμός αρσενικό
- (γαστρονομία) ζωμός από χοιρινό, αίμα, αλάτι, ξίδι και άλλα υλικά, που έτρωγαν κυρίως οι αρχαίοι Σπαρτιάτες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμέλας ζωμός αρσενικό