Ετυμολογία

επεξεργασία
μάλκη < αβεβαιης ετυμολογίας, συγγενές με το μαλθακός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάλκη θηλυκό

  1. νάρκη, κωματώδης κατάσταση συνήθως από ψύχος
  2. κρυοπάγημα
  3. μούδιασμα

Συγγενικά

επεξεργασία